- μαυριάζω
- μαυριάζω (M)1. μαυρίζω2. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) μαυριασμένος, -η, -ον- σκοτεινός («στὸν θλιβερὸν καὶ μαυριασμένον Ἅδη», Διγεν. Ακρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μαύρος + κατάλ. -ιάζω (πρβλ. σκοτειν-ιάζω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαυριασμός — μαυριασμός, ὁ (Μ) [μαυριάζω] μαυρίλα («ἀπὸ τοῡ ἐργαστηρίου τοῡ χαλκέως ἐξερχόμενοι καὶ τὴν μούντζην τοῡ μαυριασμοῡ ἀπὸ τοῡ προσώπου ἐκπλύνοντες», Νικήτ. Χων.) … Dictionary of Greek
μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί … Dictionary of Greek